-
1 оговорка
оговорка ж 1) (условие) η επιφύλαξη, η ρήτρα· сделать \оговоркау βάζω όρο, θέτω ρήτρα 2) (сказанное по ошибке) το λάθος* * *ж1) ( условие) η επιφύλαξη, η ρήτραсде́лать огово́рку — βάζω όρο, θέτω ρήτρα
2) ( сказанное по ошибке) το λάθος -
2 обусловить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. βάζω όρο, θέτω ρήτρα•он ничем не -ил своего содействия αυτός δεν έβαλε κανένα όρο για.τη συνεργασία του.
2. καθορίζω, προσδιορίζω, χρησιμεύω σαν αιτία•планомерный труд -ил успех дела η εργασία με πλάνο καθόρισε την επιτυχία της υπόθεσης.